- βούβρωστις
- βούβρωστιςravenous appetitefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βούβρωστις — βούβρωστις, η (Α) 1. μεγάλη πείνα, βουλιμία 2. αθλιότητα, μεγάλη ανάγκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βούβρωστις, ήδη ομηρική, ερμηνεύθηκε ως «αθλιότητα», ενώ ένας απ τους σχολιαστές τη θεώρησε ταυτόσημη προς το οίστρος «αλογόμυγα». Σε απόσπασμα όμως του… … Dictionary of Greek
βουβρώστει — βούβρωστις ravenous appetite fem nom/voc/acc dual (attic epic) βουβρώστεϊ , βούβρωστις ravenous appetite fem dat sg (epic) βούβρωστις ravenous appetite fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούβρωστιν — βούβρωστις ravenous appetite fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουγάιος — βουγάϊος, ο (Α) 1. (σκωπτικά στην κλητική) βουγάϊε θρασύδειλε, ψευτοπαλληκαρά 2. αδρανής 3. βραδύνους, χοντροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το α συνθετικό της λ. βουγάϊος είναι βου επιτατικό (πρβλ. βούβρωστις, βουκόρυζα κ.ά.), ενώ το β συνθετικό συνδέεται με… … Dictionary of Greek
βούλιμος — βούλιμος, ο (Α) η βουλιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < (επιτατικό) βου < βους (πρβλ. βούβρωστις, βούπεινα) + λιμός] … Dictionary of Greek
βουβρώστεως — βουβρώστεω̆ς , βούβρωστις ravenous appetite fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)